- εσχατιά
- η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος]το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.)αρχ.1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς», Πίνδ.)2. τα όρια, τα σύνορα μιας χώρας («ἐσχατιῇ Γόρτυνος», Ομ. Οδ.)3. (στην Αττική) κτήμα που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα ή στις υπώρειες όρους4. απόκεντρο μέρος, ησυχαστήριο5. η κατάσταση τής έσχατης ταπεινότητας («τὴν ἀνθρωπίνην ἐσχατιὰν ἐξ ἧς ἀρρήτως ὁ ἁπλοῡς Ἰησοῡς συνετέθη», Διον. Αρ.)6. (στη δοτ. εν.) ἐσχατιῇστο κατώτατο μέρος (τής επικήδειου πυράς)7. στον πληθ. α) ἐσχατιαίδύσειςβ) (στη δοτ.) ἐσχατιαῑς(αντί ἐν ἐσχατιαῑς) στα γύρω απομακρυσμένα μέρη8. φρ. α) «ἐπ' ἐσχατιῇ» ή «ἐσχατιῆς» — στην άκρη ή στην ακτή («ἐπ' ἐσχατιῇ λιμένος» — το τελευταίο σημείο τού λιμανιού μετά το οποίο αρχίζει η θάλασσα)β) «ἐσχατιῇ πολέμου» — τα πιο απομακρυσμένα μέρη τού πεδίου τής μάχηςγ) «αἱ ἐσχατιαὶ τῆς οἰκουμένης» — τα πέρατα τού κόσμουδ) (για χρόνο) «ἀν' ἐσχατιάν» — επιτέλους.
Dictionary of Greek. 2013.